- σπιθαμιαίος
- -α, -ο1. κοντός.2. αυτός που έχει μήκος ή ύψος μιας πιθαμής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπιθαμιαίος — α, ο / σπιθαμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει το μήκος ή το ύψος μιας σπιθαμής νεοελλ. μτφ. ο υπερβολικά βραχύσωμος, ο πολύ κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπιθαμή + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δακτυλ ιαίος)] … Dictionary of Greek
σπιθαμιαίων — σπιθαμιαῖος a span long fem gen pl σπιθαμιαῖος a span long masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμιαίοις — σπιθαμιαῖος a span long masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμιαίου — σπιθαμιαῖος a span long masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμιαίους — σπιθαμιαῖος a span long masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμιαίῳ — σπιθαμιαῖος a span long masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμιαία — σπιθαμιαίᾱ , σπιθαμιαῖος a span long fem nom/voc/acc dual σπιθαμιαίᾱ , σπιθαμιαῖος a span long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμιαίας — σπιθαμιαίᾱς , σπιθαμιαῖος a span long fem acc pl σπιθαμιαίᾱς , σπιθαμιαῖος a span long fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημισπιθαμιαίος — ἡμισπιθαμιαῑος, α, ον (Α) αυτός που έχει έκταση μισής σπιθαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπιθαμιαίος] … Dictionary of Greek
παλαμιαίος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη 2. αυτός που έχει το μήκος ή τις διαστάσεις μιας παλάμης, σπιθαμιαίος 3. (κατ επέκτ.) πολύ χαμηλός 4. φρ. «παλαμιαία τόξα» ονομασία δύο αρτηριακών τόξων τής παλάμης, τού επιπολής και τού εν τω… … Dictionary of Greek